Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(γῆς ὅρια

  • 1 κινεω

         κινέω
         κῑνέω
        1) двигать, шевелить
        

    (μέλεα Hom.; καὴ χεῖράς τε καὴ τέν κεφαλήν Plat.; τῷ δακτύλῳ NT.)

        κ. κάρη Hom. или κεφαλήν NT. — качать головой;
        κ. ὄμμα Soph. и ὄμματα Arst. — открывать глаза;
        κ. πόδα Eur. — отправляться, уходить;
        κ. δόρυ Eur. — брать в руки копье, т.е. начать воевать;
        κ. ὅπλα Thuc. — браться за оружие;
        χορδὰς κ. Arst. — ударять по струнам;
        κ. πᾶν χρῆμα Her. и κ. πάντα λόγον ( или κάλων) Plat. — пускать в ход все средства;
        μέ κ. τὰ ἀκίνητα Plat. погов. — не двигать недвижимого, т.е. не касаться неприкосновенного;
        κινήθη ἀγορή Hom. — собрание двинулось;
        Δῆλος ἐκινήθη Her. — Делос содрогнулся;
        προεῖπεν ὡς μηδεὴς κινήσοιτο ἐκ τῆς τάξεως Xen. (Лисандр) приказал, чтобы никто не уходил из строя;
        αὐτοῦ κινηθέντος Hom. — когда он шел;
        κινεῖσθαι πρὸς ἄστυ Θήβης Soph. — двигаться на город Фивы;
        ἐν ὀρχήσει κινεῖσθαι Plat. — носиться в пляске, плясать;
        ἐκινήθη ἥ πόλις ὅλη NT. — весь город пришел в движение;
        περὴ πᾶσαν τέν μαγγανείαν κεκινημένοι Plat. — возящиеся со всяческим колдовством;
        филос. τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον Arst. — движущее, но неподвижное первоначало

        2) прикасаться, трогать, сдвигать с места

    (ἀνδριάντα Her.; λυχνίαν ἐκ τόπου τινός NT.)

    ; передвигать, перемещать

    (γῆς ὅρια Plat.)

    ; переносить, снимать
        κ. τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι Thuc.употребить деньги на иные цели

        3) трогать, подталкивать
        

    εἶπον κινήσας αὐτόν Plat. — дотронувшись до него, я спросил

        4) волновать, раздражать
        

    (σφῆκας Hom.)

        5) тревожить, бередить
        

    (ὀδύνην Soph.)

        6) будить, пробуждать
        7) обращать в бегство, гнать, преследовать
        

    (φῶτα φυγάδα Soph.)

        8) преследовать, угнетать, мучить
        

    (φόβος κινεῖ Aesch.)

        9) возбуждать, побуждать
        

    (ἐπιρρόθοις κακοῖσίν τινα Soph.; τὸ ὀρεκτόν Arst.)

        στάσιν κ. Arst. — поднимать восстание;
        κ. χόλον Eur. — вызывать гнев;
        κ. κακά Soph.причинять бедствия

        10) делать явным, обнаруживать, разглашать
        11) опрокидывать, ломать, изменять, нарушать
        

    (νόμαια πάτρια Her.; τοὺς πατρίους νόμους Arst.; τὰ καθεστῶτα Isocr.)

        φάρμακα τέν κοιλίαν κινοῦντα Arst.слабительные средства

        12) трогаться с места, сниматься
        

    (κινῆσας ἐκεῖθεν, ὑπερέβαλλε τὰ Λιγγονικά, sc. ὅ Καῖσαρ Plut.)

        13) = βινέω См. βινεω Arph.
        14) вспахивать, обрабатывать
        15) двигать вперед, преобразовывать, перерабатывать
        

    (τραγῳδίαν Plut.; τέν ῥητορικήν Sext.)

    Древнегреческо-русский словарь > κινεω

См. также в других словарях:

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»